- Φιγαλίας
- Φιγαλίᾱς , Φιγάλιοςfem acc plΦιγαλίᾱς , Φιγάλιοςfem gen sg (attic doric aeolic)Φιγαλίᾱς , Φιγαλίηfem acc plΦιγαλίᾱς , Φιγαλίηfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λύμαξ — Ονομασία ποταμού της Φιγαλίας κατά την αρχαιότητα, που εξέβαλλε στον Νέδα. Στο σημείο αυτό υπήρχαν θερμά νερά και το ιερό της θεάς Ευρυνόμης, που ήταν μισή γυναίκα και μισή ψάρι. Η παράδοση αναφέρει ότι η Ρέα με τις νύμφες είχαν πλύνει τον Δία… … Dictionary of Greek
κορινθιακός ρυθμός — Ο τρίτος και μεταγενέστερος ρυθμός της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, μετά από τον δωρικό και τον ιωνικό. Συνιστά παραλλαγή του ιωνικού, από τον οποίο διαφέρει μόνο στη μορφή του κιονόκρανου. Το κορινθιακό κιονόκρανο αποτελείται από τον κάλαθο … Dictionary of Greek
Λούντζης — Επώνυμο οικογένειας της Ζακύνθου, με καταγωγή από τη Μεθώνη. Μετά την κατάληψη της πόλης από τους Τούρκους, ο Πέτρος Λ. με πολλές άλλες οικογένειες μετανάστευσε στη Ζάκυνθο (1501). Η οικογένεια γράφτηκε στη Χρυσή Βίβλο των ευγενών (1624) και… … Dictionary of Greek